εκπληκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκπληκτικός < αρχαία ελληνική ἐκπληκτικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκπληκτικός
- που προκαλεί έκπληξη, που ξαφνιάζει
- αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο παρατηρείται όταν...
- ωραίος, θαυμάσιος
- άνοιξε τη συναυλία της με ένα εκπληκτικό κομμάτι...
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που προκαλεί έκπληξη