ξαφνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαφνιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξαφνίζω και ἐξαφνίζω < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + αἴφνης
Ρήμα
επεξεργασίαξαφνιάζω, παθ. φωνή: ξαφνιάζομαι, παθ. μτχ.: ξαφνιασμένος
- προκαλώ τρόμο σε κάποιον κατά απροσδόκητο τρόπο
- Η έφοδος της αστυνομίας ξάφνιασε τους αιφνιδιασμένους διαρρήκτες και τα έχασαν
- εκπλήσσω κάποιον
- Θα τον περιμένω μαζί με την τούρτα των γενεθλίων μέσα στο πάρκινγκ του σπιτιού για να τον ξαφνιάσω καθώς θα επιστρέφει απ' το γραφείο
- μεσοπαθητικό, το ίδιο: με εκπλήσσουν, δέχομαι απότομα ένα ερέθισμα, μήνυμα
- Ξαφνιάστηκα έτσι που πετάχτηκε απότομα μπροστά μου και δεν πρόλαβα να φρενάρω. Πάει κι η τούρτα...
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαφνιάζω | ξάφνιαζα | θα ξαφνιάζω | να ξαφνιάζω | ξαφνιάζοντας | |
β' ενικ. | ξαφνιάζεις | ξάφνιαζες | θα ξαφνιάζεις | να ξαφνιάζεις | ξάφνιαζε | |
γ' ενικ. | ξαφνιάζει | ξάφνιαζε | θα ξαφνιάζει | να ξαφνιάζει | ||
α' πληθ. | ξαφνιάζουμε | ξαφνιάζαμε | θα ξαφνιάζουμε | να ξαφνιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξαφνιάζετε | ξαφνιάζατε | θα ξαφνιάζετε | να ξαφνιάζετε | ξαφνιάζετε | |
γ' πληθ. | ξαφνιάζουν(ε) | ξάφνιαζαν ξαφνιάζαν(ε) |
θα ξαφνιάζουν(ε) | να ξαφνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάφνιασα | θα ξαφνιάσω | να ξαφνιάσω | ξαφνιάσει | ||
β' ενικ. | ξάφνιασες | θα ξαφνιάσεις | να ξαφνιάσεις | ξάφνιασε | ||
γ' ενικ. | ξάφνιασε | θα ξαφνιάσει | να ξαφνιάσει | |||
α' πληθ. | ξαφνιάσαμε | θα ξαφνιάσουμε | να ξαφνιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξαφνιάσατε | θα ξαφνιάσετε | να ξαφνιάσετε | ξαφνιάστε | ||
γ' πληθ. | ξάφνιασαν ξαφνιάσαν(ε) |
θα ξαφνιάσουν(ε) | να ξαφνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαφνιάσει | είχα ξαφνιάσει | θα έχω ξαφνιάσει | να έχω ξαφνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαφνιάσει | είχες ξαφνιάσει | θα έχεις ξαφνιάσει | να έχεις ξαφνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαφνιάσει | είχε ξαφνιάσει | θα έχει ξαφνιάσει | να έχει ξαφνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαφνιάσει | είχαμε ξαφνιάσει | θα έχουμε ξαφνιάσει | να έχουμε ξαφνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαφνιάσει | είχατε ξαφνιάσει | θα έχετε ξαφνιάσει | να έχετε ξαφνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαφνιάσει | είχαν ξαφνιάσει | θα έχουν ξαφνιάσει | να έχουν ξαφνιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαφνιάζομαι | ξαφνιαζόμουν(α) | θα ξαφνιάζομαι | να ξαφνιάζομαι | ||
β' ενικ. | ξαφνιάζεσαι | ξαφνιαζόσουν(α) | θα ξαφνιάζεσαι | να ξαφνιάζεσαι | (ξαφνιάζου) | |
γ' ενικ. | ξαφνιάζεται | ξαφνιαζόταν(ε) | θα ξαφνιάζεται | να ξαφνιάζεται | ||
α' πληθ. | ξαφνιαζόμαστε | ξαφνιαζόμαστε ξαφνιαζόμασταν |
θα ξαφνιαζόμαστε | να ξαφνιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξαφνιάζεστε | ξαφνιαζόσαστε ξαφνιαζόσασταν |
θα ξαφνιάζεστε | να ξαφνιάζεστε | (ξαφνιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ξαφνιάζονται | ξαφνιάζονταν ξαφνιαζόντουσαν |
θα ξαφνιάζονται | να ξαφνιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαφνιάστηκα | θα ξαφνιαστώ | να ξαφνιαστώ | ξαφνιαστεί | ||
β' ενικ. | ξαφνιάστηκες | θα ξαφνιαστείς | να ξαφνιαστείς | ξαφνιάσου | ||
γ' ενικ. | ξαφνιάστηκε | θα ξαφνιαστεί | να ξαφνιαστεί | |||
α' πληθ. | ξαφνιαστήκαμε | θα ξαφνιαστούμε | να ξαφνιαστούμε | |||
β' πληθ. | ξαφνιαστήκατε | θα ξαφνιαστείτε | να ξαφνιαστείτε | ξαφνιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξαφνιάστηκαν ξαφνιαστήκαν(ε) |
θα ξαφνιαστούν(ε) | να ξαφνιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξαφνιαστεί | είχα ξαφνιαστεί | θα έχω ξαφνιαστεί | να έχω ξαφνιαστεί | ξαφνιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξαφνιαστεί | είχες ξαφνιαστεί | θα έχεις ξαφνιαστεί | να έχεις ξαφνιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξαφνιαστεί | είχε ξαφνιαστεί | θα έχει ξαφνιαστεί | να έχει ξαφνιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαφνιαστεί | είχαμε ξαφνιαστεί | θα έχουμε ξαφνιαστεί | να έχουμε ξαφνιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξαφνιαστεί | είχατε ξαφνιαστεί | θα έχετε ξαφνιαστεί | να έχετε ξαφνιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαφνιαστεί | είχαν ξαφνιαστεί | θα έχουν ξαφνιαστεί | να έχουν ξαφνιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξαφνιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξαφνιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξαφνιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξαφνιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξαφνιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξαφνιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξαφνιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξαφνιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαφνιάζω