Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαφνιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξαφνίζω και ἐξαφνίζω < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + αἴφνης

ξαφνιάζω, παθ. φωνή: ξαφνιάζομαι, παθ. μτχ.: ξαφνιασμένος

  1. προκαλώ τρόμο σε κάποιον κατά απροσδόκητο τρόπο
    Η έφοδος της αστυνομίας ξάφνιασε τους αιφνιδιασμένους διαρρήκτες και τα έχασαν
  2. εκπλήσσω κάποιον
    Θα τον περιμένω μαζί με την τούρτα των γενεθλίων μέσα στο πάρκινγκ του σπιτιού για να τον ξαφνιάσω καθώς θα επιστρέφει απ' το γραφείο
  3. μεσοπαθητικό, το ίδιο: με εκπλήσσουν, δέχομαι απότομα ένα ερέθισμα, μήνυμα
    Ξαφνιάστηκα έτσι που πετάχτηκε απότομα μπροστά μου και δεν πρόλαβα να φρενάρω. Πάει κι η τούρτα...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία