Δείτε επίσης: αἴφνης

Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

αίφνης

  • (λόγιο) ξαφνικά
      Έπειτ’ από τα θαύματά του τα πολλά, / την φήμη της διδασκαλίας του / που διεδόθηκεν εις τόσα έθνη / εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς / με θετικότητα τι έγινε / (ουδέ κανείς ποτέ είδε τάφον του). (Κωνσταντίνος Καβάφης, Είγε ετελεύτα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία