Ετυμολογία

επεξεργασία
αιφνιδιάζω < αιφνίδιος

αιφνιδιάζω

  1. κάνω κάτι χωρίς να το περιμένει κανείς, ξαφνιάζω κάποιον
    η πρόταση νόμου από την αντιπολίτευση αιφνιδίασε την κυβέρνηση
  2. (ειδικότερα) επιτίθεμαι σε αντίπαλο την ώρα που εκείνος είναι ανέτοιμος να αμυνθεί
    η ομάδα καταδρομών με νυχτερινή έφοδο αιφνιδίασε τον εχθρό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία