Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιφνιδιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιφνιδιαστικ
ός
η
αιφνιδιαστικ
ή
το
αιφνιδιαστικ
ό
γενική
του
αιφνιδιαστικ
ού
της
αιφνιδιαστικ
ής
του
αιφνιδιαστικ
ού
αιτιατική
τον
αιφνιδιαστικ
ό
την
αιφνιδιαστικ
ή
το
αιφνιδιαστικ
ό
κλητική
αιφνιδιαστικ
έ
αιφνιδιαστικ
ή
αιφνιδιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιφνιδιαστικ
οί
οι
αιφνιδιαστικ
ές
τα
αιφνιδιαστικ
ά
γενική
των
αιφνιδιαστικ
ών
των
αιφνιδιαστικ
ών
των
αιφνιδιαστικ
ών
αιτιατική
τους
αιφνιδιαστικ
ούς
τις
αιφνιδιαστικ
ές
τα
αιφνιδιαστικ
ά
κλητική
αιφνιδιαστικ
οί
αιφνιδιαστικ
ές
αιφνιδιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιφνιδιαστικός
<
αιφνιδιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
αιφνιδιαστικός
που αφορά τον
αιφνιδιασμό
που γίνεται με σκοπό τον
αιφνιδιασμό
Συγγενικά
επεξεργασία
αιφνίδια
αιφνιδιάζω
αιφνιδιασμός
αιφνιδιαστικά
αιφνιδιαστικός
αιφνίδιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αναπάντεχος
απότομος
απροειδοποίητος
απρόοπτος
απρόσμενος
ξαφνικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αιφνίδιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιφνιδιαστικός
γαλλικά
: par
surprise
(fr)