Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιφνιδιασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αιφνιδιασμ
ός
οι
αιφνιδιασμ
οί
γενική
του
αιφνιδιασμ
ού
των
αιφνιδιασμ
ών
αιτιατική
τον
αιφνιδιασμ
ό
τους
αιφνιδιασμ
ούς
κλητική
αιφνιδιασμ
έ
αιφνιδιασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιφνιδιασμός
<
αιφνιδιάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιφνιδιασμός
αρσενικό
η έκπληξη που προκαλείται από απρόοπτη, απρόσμενη πράξη κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασία
αιφνίδια
αιφνιδιάζω
αιφνιδιαστικά
αιφνιδιαστικός
αιφνίδιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξάφνιασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιφνιδιασμός
αγγλικά
:
surprise
(en)
γαλλικά
:
surprise
(fr)
ισπανικά
:
sorpresa
(es)
ιταλικά
:
colpo di mano
(it)
ουγγρικά
:
meglepetés
(hu)
πολωνικά
:
zaskoczenie
(pl)