↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιφνιδιασμός οι αιφνιδιασμοί
      γενική του αιφνιδιασμού των αιφνιδιασμών
    αιτιατική τον αιφνιδιασμό τους αιφνιδιασμούς
     κλητική αιφνιδιασμέ αιφνιδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιφνιδιασμός < αιφνιδιάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιφνιδιασμός αρσενικό

  • η έκπληξη που προκαλείται από απρόοπτη, απρόσμενη πράξη κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία