surprise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surprise | surprises |
surprise (en)
- η έκπληξη, αιφνιδιαστικός, ένα γεγονός, μια είδηση κτλ. που είναι απροσδόκητο ή που συμβαίνει ξαφνικά
- ↪ What a surprise!
- Τι έκπληξη!
- ↪ My day was full of surprises.
- Η μέρα μου ήταν γεμάτη με εκπλήξεις.
- ↪ Our surprise attack failed.
- Ο αιφνιδιασμός μας απέτυχε.
- ↪ a surprise visit/attack - αιφνιδιαστική επίσκεψη/επίθεση
- ↪ What a surprise!
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκπληξη, ένα συναίσθημα που προκαλείται από κάτι που συμβαίνει ξαφνικά ή απροσδόκητα
- ↪ to the surprise of everyone - προς έκπληξη όλων
- ↪ It caused a lot of surprise.
- Προκάλεσε μεγάλη έκπληξη.
- (μη μετρήσιμο) ο αιφνιδιασμός, η χρήση μεθόδων που προκαλούν αισθήματα έκπληξης
- ↪ We had the element of surprise on our side.
- Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
- ↪ We had the element of surprise on our side.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | surprise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surprises |
αόριστος | surprised |
παθητική μετοχή | surprised |
ενεργητική μετοχή | surprising |
surprise (en)
- καταπλήσσω, εκπλήσσω, κάνω σε κάποιον έκπληξη
Πηγές
επεξεργασία- surprise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- surprise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 272, 428-429. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκπλήσσω, καταπλήσσω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsurprise (fr)
- η έκπληξη
- il lui a fait une belle surprise ! - του/της έκανε μια ωραία έκπληξη!
- quelle surprise ! - τι έκπληξη!
- ο αιφνιδιασμός
- το ξάφνιασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία- ahurissement
- confusion
- consternation
- découverte
- éblouissement
- effarement
- embuscade (2)
- étonnement
- ébahissement
- saisissement
- stupéfaction
- stupeur