αιφνιδιαστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιφνιδιαστικά < αιφνιδιαστικός
Επίρρημα
επεξεργασίααιφνιδιαστικά
- κατά αιφνιδιαστικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααιφνιδιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιφνιδιαστικό