Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροειδοποίητος η απροειδοποίητη το απροειδοποίητο
      γενική του απροειδοποίητου της απροειδοποίητης του απροειδοποίητου
    αιτιατική τον απροειδοποίητο την απροειδοποίητη το απροειδοποίητο
     κλητική απροειδοποίητε απροειδοποίητη απροειδοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροειδοποίητοι οι απροειδοποίητες τα απροειδοποίητα
      γενική των απροειδοποίητων των απροειδοποίητων των απροειδοποίητων
    αιτιατική τους απροειδοποίητους τις απροειδοποίητες τα απροειδοποίητα
     κλητική απροειδοποίητοι απροειδοποίητες απροειδοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροειδοποίητος < α- + προειδοποιώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απροειδοποίητος

  1. που γίνεται χωρίς προειδοποίηση
  2. που δεν έχει ειδοποιηθεί

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία