απροειδοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απροειδοποίητος < α- + προειδοποιώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααπροειδοποίητος
- που γίνεται χωρίς προειδοποίηση
- που δεν έχει ειδοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απροειδοποίητος
|