Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροειδοποίητα < απροειδοποίητος +

  Επίρρημα επεξεργασία

απροειδοποίητα

  1. χωρίς προειδοποίηση, ξαφνικά
  2. χωρίς να πληροφορηθεί ή να ενημερωθεί κανείς

  Μεταφράσεις επεξεργασία