Ετυμολογία

επεξεργασία
απροειδοποίητα < απροειδοποίητος +

  Επίρρημα

επεξεργασία

απροειδοποίητα

  1. χωρίς προειδοποίηση, ξαφνικά
  2. χωρίς να πληροφορηθεί ή να ενημερωθεί κανείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία