Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδοποιώ < (ελληνιστική κοινή) εἰδοποιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ειδοποιώ

  • διαβιβάζω άμεσα μια χρήσιμη πληροφορία σε κάποιο άτομο, ώστε να ενεργήσει ανάλογα
    το Αττικό Μετρό θα ειδοποιήσει το κοινό για τη λειτουργία των νέων σταθμών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία