notify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | notify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | notifies |
αόριστος | notified |
παθητική μετοχή | notified |
ενεργητική μετοχή | notifying |
Ρήμα
επεξεργασίαnotify (en)
- ειδοποιώ, γνωστοποιώ
- ⮡ Those interested should be notified right away!
- Να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι αμέσως!
- ⮡ Those interested should be notified right away!