Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδοποίηση οι ειδοποιήσεις
      γενική της ειδοποίησης* των ειδοποιήσεων
    αιτιατική την ειδοποίηση τις ειδοποιήσεις
     κλητική ειδοποίηση ειδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδοποίηση < (ελληνιστική κοινήεἰδοποίησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ειδοποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ειδοποιώ
  2. το ειδοποιητήριο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία