ειδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδοποίηση | οι | ειδοποιήσεις |
γενική | της | ειδοποίησης* | των | ειδοποιήσεων |
αιτιατική | την | ειδοποίηση | τις | ειδοποιήσεις |
κλητική | ειδοποίηση | ειδοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειδοποίηση < (ελληνιστική κοινή) εἰδοποίησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειδοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ειδοποιώ
- το ειδοποιητήριο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ειδοποιώ