Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προειδοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προειδοποιημέν
ος
η
προειδοποιημέν
η
το
προειδοποιημέν
ο
γενική
του
προειδοποιημέν
ου
της
προειδοποιημέν
ης
του
προειδοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
προειδοποιημέν
ο
την
προειδοποιημέν
η
το
προειδοποιημέν
ο
κλητική
προειδοποιημέν
ε
προειδοποιημέν
η
προειδοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προειδοποιημέν
οι
οι
προειδοποιημέν
ες
τα
προειδοποιημέν
α
γενική
των
προειδοποιημέν
ων
των
προειδοποιημέν
ων
των
προειδοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
προειδοποιημέν
ους
τις
προειδοποιημέν
ες
τα
προειδοποιημέν
α
κλητική
προειδοποιημέν
οι
προειδοποιημέν
ες
προειδοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προειδοποιημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προειδοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
προειδοποιημένος, -η, -ο
που έχει
προειδοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροειδοποίητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προειδοποιημένος
γαλλικά
:
averti
(fr)