Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιφνιδιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιφνιδιασμέν
ος
η
αιφνιδιασμέν
η
το
αιφνιδιασμέν
ο
γενική
του
αιφνιδιασμέν
ου
της
αιφνιδιασμέν
ης
του
αιφνιδιασμέν
ου
αιτιατική
τον
αιφνιδιασμέν
ο
την
αιφνιδιασμέν
η
το
αιφνιδιασμέν
ο
κλητική
αιφνιδιασμέν
ε
αιφνιδιασμέν
η
αιφνιδιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιφνιδιασμέν
οι
οι
αιφνιδιασμέν
ες
τα
αιφνιδιασμέν
α
γενική
των
αιφνιδιασμέν
ων
των
αιφνιδιασμέν
ων
των
αιφνιδιασμέν
ων
αιτιατική
τους
αιφνιδιασμέν
ους
τις
αιφνιδιασμέν
ες
τα
αιφνιδιασμέν
α
κλητική
αιφνιδιασμέν
οι
αιφνιδιασμέν
ες
αιφνιδιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιφνιδιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αιφνιδιάζω
Μετοχή
επεξεργασία
αιφνιδιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αιφνιδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιφνιδιασμένος
γαλλικά
:
surpris
(fr)