amazing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | amazing |
συγκριτικός | more amazing |
υπερθετικός | most amazing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαamazing (en)
- πολύ εκπληκτικός, ειδικά με τρόπο που σας αρέσει ή θαυμάζετε
- ⮡ amazing discoveries - εκπληκτικές ανακαλύψεις
- (ανεπίσημο) θαυμάσιος, πολύ καλός
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαamazing (en)