amaze
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | amaze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | amazes |
αόριστος | amazed |
παθητική μετοχή | amazed |
ενεργητική μετοχή | amazing |
Ρήμα
επεξεργασίαamaze (en)
- εκπλήσσω, καταπλήσσω, ειδικά προκαλώ θαυμασμό
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- amaze - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 428-429. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταπλήσσω