Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
astonish
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Συγγενικές λέξεις
1.1.2
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ρήμα
Επεξεργασία
astonish
(en)
εκπλήσσω
,
καταπλήσσω
This man's inventiveness never fails to
astonish
me
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
astonishment
Συνώνυμα
Επεξεργασία
surprise
flabbergast
stun
amaze