ενεστώτας astonish
γ΄ ενικό ενεστώτα astonishes
αόριστος astonished
παθητική μετοχή astonished
ενεργητική μετοχή astonishing

astonish (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία