Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
floor floors

floor (en)

  1. (συνήθως ενικός) το δάπεδο, το πάτωμα, η επιφάνεια ενός δωματίου που περπατάω
    The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
  2. ο όροφος, το πάτωμα, όλα τα δωμάτια που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ενός κτιρίου
    I live on the third floor.
    Μένω στον τρίτο όροφο.
     συνώνυμα: story (αμερικανικό), storey (βρετανικό), level

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας floor
γ΄ ενικό ενεστώτα floors
αόριστος floored
παθητική μετοχή floored
ενεργητική μετοχή flooring

floor (en)

  1. εκπλήσσω ή μπερδεύω κάποιον ώστε να μην είναι σίγουρος τι να πει ή να κάνει
    His refusal floored me.
    Με εξέπληξε η άρνησή του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonish
  2. (μεταβατικό) στρώνω το πάτωμα
    The rooms were floored with African wood.
    Τα δωμάτια ήταν στρωμένα με αφρικάνικο ξύλο.

  Πηγές επεξεργασία