Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
floor floors

floor (en)

  1. (συνήθως ενικός) το δάπεδο, το πάτωμα, η επιφάνεια ενός δωματίου που περπατάω
      The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
  2. ο όροφος, το πάτωμα, όλα τα δωμάτια που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ενός κτιρίου
      I live on the third floor.
    Μένω στον τρίτο όροφο.
      We live on the same floor.
    Μένουμε στο ίδιο πάτωμα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη story
  3. (μόνο ενικός, the floor) ο λόγος, η άδεια, το δικαίωμα ομιλίας
      You have the floor.
    Έχεις το λόγο.
      I’m asking for the floor (=I want to speak).
    Ζητώ το λόγο (=θέλω να μιλήσω).
      The president of the assembly stopped giving him the floor.
    Ο πρόεδρος της συνέλευσης του αφαίρεσε το λόγο.
ενεστώτας floor
γ΄ ενικό ενεστώτα floors
αόριστος floored
παθητική μετοχή floored
ενεργητική μετοχή flooring

floor (en)

  1. εκπλήσσω ή μπερδεύω κάποιον ώστε να μην είναι σίγουρος τι να πει ή να κάνει
      His refusal floored me.
    Με εξέπληξε η άρνησή του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη astonish
  2. (μεταβατικό) στρώνω το πάτωμα
      The rooms were floored with African wood.
    Τα δωμάτια ήταν στρωμένα με αφρικάνικο ξύλο.