level
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- level < (κληρονομημένο) μέση αγγλική level < παλαιά γαλλική livel
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlɛv.əl/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : lev‐el
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | level |
συγκριτικός | leveler / leveller |
υπερθετικός | levelest / levellest |
level (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
level | levels |
level (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, το ύψος ενός αντικειμένου σε σχέση με το έδαφος ή με αυτό που ήταν παλαιότερα
- ⮡ The cables are buried one meter below ground level.
- Τα καλώδια είναι θαμμένα ένα μέτρο κάτω από το επίπεδο του εδάφους.
- ⮡ The river has fallen to its lowest level since 2012.
- Το ποτάμι έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2012.
- ⮡ On the second floor you are on level with the treetops.
- Στον δεύτερο όροφο βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο με τις κορυφές των δέντρων.
- ⮡ The floodwater nearly reached roof level.
- Τα νερά της πλημμύρας έφτασαν σχεδόν στο ύψος της στέγης.
- ⮡ He placed the book at eye level.
- Τοποθέτησε το βιβλίο στο ύψος των ματιών.
- ⮡ We are 200 meters above sea level.
- Βρισκόμαστε 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
- ⮡ The cables are buried one meter below ground level.
- ο όροφος κτιρίου· το επίπεδο, ένα στρώμα εδάφους
- ⮡ The restaurant is on the level below this one.
- Το εστιατόριο βρίσκεται στον όροφο κάτω από αυτόν.
- ⮡ We parked in a multi-level garage.
- Παρκάραμε σε ένα πολυώροφο πάρκινγκ.
- ⮡ Archaeologists found pottery in the lowest level of the site.
- Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του χώρου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη story
- ⮡ The restaurant is on the level below this one.
- το επίπεδο, η ποσότητα του κάτι που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- ⮡ Defense spending levels have remained consistent.
- Τα επίπεδα δαπανών άμυνας έχουν παραμείνει σταθερά.
- ⮡ Defense spending levels have remained consistent.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, συγκεκριμένο βαθμό ή ποιότητα
- ⮡ I sink to/I rise to someone’s level.
- Κατεβαίνω/ανεβαίνω στο επίπεδο κάποιου.
- ⮡ The level of our class is not satisfactory.
- Το επίπεδο της τάξης μας δεν είναι ικανοποιητικό.
- ⮡ I sink to/I rise to someone’s level.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, μια θέση σε μια κλίμακα μεγέθους ή σημασίας
- ⮡ a high-level/top-level meeting - συνάντηση υψηλού/ανωτάτου επιπέδου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | level |
γ΄ ενικό ενεστώτα | levels |
αόριστος | leveled, levelled |
παθητική μετοχή | leveled, levelled |
ενεργητική μετοχή | leveling, levelling |
level (en)
- (μεταβατικό) ισιώνω, κάνω κάτι επίπεδο ή λείο
- ⮡ I leveled the painting.
- Ίσιωσα τον πίνακα.
- ⮡ I leveled the painting.
- (μεταβατικό) ισοπεδώνω, καταστρέφω εντελώς ένα κτίριο ή μια ομάδα δέντρων γκρεμίζοντάς τα
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- level (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- level (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- level (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 325, 388, 389. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίπεδο, επίπεδος, ισιώνω, ισοπεδώνω