Ετυμολογία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός level
συγκριτικός leveler / leveller
υπερθετικός levelest / levellest

level (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
level levels

level (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, το ύψος ενός αντικειμένου σε σχέση με το έδαφος ή με αυτό που ήταν παλαιότερα
    παράδειγμα  The cables are buried one meter below ground level.
    Τα καλώδια είναι θαμμένα ένα μέτρο κάτω από το επίπεδο του εδάφους.
    παράδειγμα  The river has fallen to its lowest level since 2012.
    Το ποτάμι έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2012.
    παράδειγμα  On the second floor you are on level with the treetops.
    Στον δεύτερο όροφο βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο με τις κορυφές των δέντρων.
    παράδειγμα  The floodwater nearly reached roof level.
    Τα νερά της πλημμύρας έφτασαν σχεδόν στο ύψος της στέγης.
    παράδειγμα  He placed the book at eye level.
    Τοποθέτησε το βιβλίο στο ύψος των ματιών.
    παράδειγμα  We are 200 meters above sea level.
    Βρισκόμαστε 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
  2. ο όροφος κτιρίου· το επίπεδο, ένα στρώμα εδάφους
    παράδειγμα  The restaurant is on the level below this one.
    Το εστιατόριο βρίσκεται στον όροφο κάτω από αυτόν.
    παράδειγμα  We parked in a multi-level garage.
    Παρκάραμε σε ένα πολυώροφο πάρκινγκ.
    παράδειγμα  Archaeologists found pottery in the lowest level of the site.
    Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του χώρου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη story
  3. το επίπεδο, η ποσότητα του κάτι που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια συγκεκριμένη στιγμή
    παράδειγμα  Defense spending levels have remained consistent.
    Τα επίπεδα δαπανών άμυνας έχουν παραμείνει σταθερά.
    παράδειγμα  Increase your level of activity to burn more calories.
    Αυξήστε το επίπεδο δραστηριότητάς σας για να κάψετε περισσότερες θερμίδες.
    παράδειγμα  They have reached higher levels of efficiency.
    Έχουν φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα αποδοτικότητας.
    παράδειγμα  He has elevated blood cholesterol levels.
    Έχει αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, συγκεκριμένο βαθμό ή ποιότητα
    παράδειγμα  I sink to/I rise to someone’s level.
    Κατεβαίνω/ανεβαίνω στο επίπεδο κάποιου.
    παράδειγμα  The level of our class is not satisfactory.
    Το επίπεδο της τάξης μας δεν είναι ικανοποιητικό.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το επίπεδο, μια θέση σε μια κλίμακα μεγέθους ή σημασίας
    παράδειγμα  a high-level/top-level meeting - συνάντηση υψηλού/ανωτάτου επιπέδου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας level
γ΄ ενικό ενεστώτα levels
αόριστος leveled, levelled
παθητική μετοχή leveled, levelled
ενεργητική μετοχή leveling, levelling

level (en)

  1. (μεταβατικό) ισιώνω, κάνω κάτι επίπεδο ή λείο
    παράδειγμα  I leveled the painting.
    Ίσιωσα τον πίνακα.
  2. (μεταβατικό) ισοπεδώνω, καταστρέφω εντελώς ένα κτίριο ή μια ομάδα δέντρων γκρεμίζοντάς τα
    παράδειγμα  The earthquake completely leveled ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: flatten, raze

Παράγωγα

επεξεργασία