Δείτε επίσης: raise
ενεστώτας raze
γ΄ ενικό ενεστώτα razes
αόριστος razed
παθητική μετοχή razed
ενεργητική μετοχή razing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
raze < (κληρονομημένο) μέση αγγλική rasen < παλαιά γαλλική raser < λατινική rasum < rado

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹeɪz/
ομόηχα: → δείτε τις λέξεις raise, rase και rays

raze (en)

  1. ισοπεδώνω πόλη, οικισμό, κτίρια, δένδρα
    ⮡  The earthquake completely razed ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: flatten, level
  2. ξυρίζω, αποξέω
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 389. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ισοπεδώνω



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

raze