raze
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | raze |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | razes |
αόριστος | razed |
παθητική μετοχή | razed |
ενεργητική μετοχή | razing |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- raze < μέση αγγλική rasen < παλαιά γαλλική raser < λατινική rasum < rado
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
raze (en)
Φριουλανικά (fur)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
raze