raze
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | raze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | razes |
αόριστος | razed |
παθητική μετοχή | razed |
ενεργητική μετοχή | razing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- raze < (κληρονομημένο) μέση αγγλική rasen < παλαιά γαλλική raser < λατινική rasum < rado
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαraze (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 389. ISBN 9780194325684., λήμμα: ισοπεδώνω
Φριουλανικά (fur)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαraze