αποξέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποξέω < ελληνιστική κοινή ἀποξέω < αρχαία ελληνική ἀπό + ξέω
Ρήμα
επεξεργασίααποξέω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απόξεση
- απόξεσμα
- αποξεσμένος
- αποξεστήρας
- αποξέστης
- αποξεστικός
- αποξεστικότητα
- → δείτε τις λέξεις από, ξέω και ξύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποξέω