Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόξεση οι αποξέσεις
      γενική της απόξεσης* των αποξέσεων
    αιτιατική την απόξεση τις αποξέσεις
     κλητική απόξεση αποξέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόξεση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόξεση θηλυκό

  1. (ιατρική) η απομάκρυνση, με ειδικό εργαλείο, τμημάτων από κάποιο όργανο
  2. (ιατρική) (ειδικότερα και κοινά) η έκτρωση με απόξεση (1)

  Μεταφράσεις επεξεργασία