απόξεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόξεση | οι | αποξέσεις |
γενική | της | απόξεσης* | των | αποξέσεων |
αιτιατική | την | απόξεση | τις | αποξέσεις |
κλητική | απόξεση | αποξέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόξεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόξεση θηλυκό
- (ιατρική) η απομάκρυνση, με ειδικό εργαλείο, τμημάτων από κάποιο όργανο
- (ιατρική) (ειδικότερα και κοινά) η έκτρωση με απόξεση (1)