Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποξεστήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποξεστήρ
ας
οι
αποξεστήρ
ες
γενική
του
αποξεστήρ
α
των
αποξεστήρ
ων
αιτιατική
τον
αποξεστήρ
α
τους
αποξεστήρ
ες
κλητική
αποξεστήρ
α
αποξεστήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποξεστήρας
<
αποξέω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποξεστήρας
αρσενικό
εργαλείο
με το οποίο γίνεται η
απόξεση
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αποξέστης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ξέστρο
και
ξύστρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποξεστήρας
αγγλικά
:
scraper
(en)
,
scaler
(en)