ξύστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξύστρα | οι | ξύστρες |
γενική | της | ξύστρας | των | ξυστρών |
αιτιατική | την | ξύστρα | τις | ξύστρες |
κλητική | ξύστρα | ξύστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξύστρα < ξύνω, θέμα ξυσ- + -τρα. Δείτε και την αρχαία ελληνική ξύστρα (ξύστρα μπάνιου) < αρχαία ελληνική ξέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξύστρα θηλυκό
- (γενικότερα) εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο
- → δείτε και τη λέξη σπάτουλα
- (γραφική ύλη) μικρό εργαλείο που έχει ανάλογη τρύπα και λεπίδα για το ξύσιμο μολυβιών
- (ειδικότερα) μικρό εργαλείο που αποτελείται από μία λεπίδα και χρησιμοποιείται για ξύσιμο επίπεδων επιφανειών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ξύστρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
για το ξύσιμο μολυβιών