Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική temperówka temperówki
γενική temperówki temperówek
δοτική temperówce temperówkom
αιτιατική temperówkę temperówki
οργανική temperówką temperówkami
τοπική temperówce temperówkach
κλητική temperówko temperówki

  Ουσιαστικό επεξεργασία

temperówka (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία