-τρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | -τρα | -τρες |
γενική | -τρας | -τρών |
αιτιατική | -τρα | -τρες |
κλητική | -τρα | -τρες |
Συνήθως χωρίς γενική πληθυντικού. |
- -τρα < μεσαιωνική ελληνική -τρα < αρχαία ελληνική -τρια (-ίστρα < από ρήματα σε -ίζω)
- -τρα < αρχαία ελληνική -τρα (-ίστρα < από ρήματα σε -ίζω)
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-τρα θηλυκό
- επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή δραστηριότητα (ενίοτε σε οικείο ύφος)
- επίθημα παραγωγής θηλυκών μεταρηματικών ουσιαστικών που δηλώνουν αντικείμενο ή συσκευή σχετικά με τη σημασία του ρήματος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-τρα
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
πτώση | πληθυντικός |
---|---|
ονομαστική | -τρα |
γενική | -τρων |
αιτιατική | -τρα |
κλητική | -τρα |
- -τρα < αρχαία ελληνική -τρα, πληθυντικός του -τρόν
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-τρα ουδέτερο στον πληθυντικό
- επίθημα παραγωγής ουδέτερων μεταρηματικών ουσιαστικών στον πληθυντικό που δηλώνουν χρηματικό ποσό σχετικό με τη σημασία του ρήματος
Κλιτή μορφή επιθήματοςΕπεξεργασία
-τρα ουδέτερο
- -τρο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού