ΔΦΑ : /tɾa/

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -τρα οι -τρες
      γενική της -τρας των -τρών
    αιτιατική τη(ν) -τρα τις -τρες
     κλητική -τρα -τρες
Συνήθως χωρίς γενική πληθυντικού.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-τρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τρα < αρχαία ελληνική -τρια με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [ɾ] και φωνήεν[1]

-τρα θηλυκό

  1. επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών, που δηλώνουν ιδιότητα ή επάγγελμα, δραστηριότητα (συχνά σε οικείο ή λογοτενικό ύφος)
    1. είτε από αρσενικά σε -τής
      ζωοδότης > (ζωοδότρια) > ζωοδότρα
      υφαίνω > υφαντής > υφάντρια > υφάντρα
    2. είτε απευθείας από ρήμα
      μαγεύω > μαγεύτρα
  2. επίθημα παραγωγής θηλυκών μεταρηματικών ουσιαστικών που δηλώνουν αντικείμενο ή συσκευή σχετικά με τη σημασία του ρήματος
    κρεμάω > κρεμάστρα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

-τρα ουδέτερο στον πληθυντικό

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
-τρα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθήματος

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -τρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)