πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπάτουλα οι σπάτουλες
      γενική της σπάτουλας των σπατουλών
    αιτιατική τη σπάτουλα τις σπάτουλες
     κλητική σπάτουλα σπάτουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο σπάτουλες για στοκάρισμα.
Σπάτουλα ζαχαροπλαστικής.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάτουλα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία