σπάτουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπάτουλα < (αντιδάνειο) < βενετική spatola < λατινική spatula, υποκοριστικό του spatha < αρχαία ελληνική σπάθη[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspa.tu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπά‐του‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπάτουλα θηλυκό
- (εργαλείο) με λαβή και λεπτό έλασμα, που χρησιμοποιείται για την επάλειψη με μαλακά υλικά, ή στο ξύσιμο επιφανειών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σπάτουλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας