Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επάλειψη οι επαλείψεις
      γενική της επάλειψης* των επαλείψεων
    αιτιατική την επάλειψη τις επαλείψεις
     κλητική επάλειψη επαλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επάλειψη < ελληνιστική κοινή ἐπάλειψις < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επάλειψη θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία επαλείφω μια επιφάνεια με κάτι
  2. η ενέργεια με την οποία επαλείφω ένα μέρος του σώματος με κάτι (αλοιφή, διάλυμα, λοσιόν κλπ), για καλλωπιστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία