επάλειψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επάλειψη | οι | επαλείψεις |
γενική | της | επάλειψης* | των | επαλείψεων |
αιτιατική | την | επάλειψη | τις | επαλείψεις |
κλητική | επάλειψη | επαλείψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαλείψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επάλειψη < ελληνιστική κοινή ἐπάλειψις < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπάλειψη θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία επαλείφω μια επιφάνεια με κάτι
- η ενέργεια με την οποία επαλείφω ένα μέρος του σώματος με κάτι (αλοιφή, διάλυμα, λοσιόν κλπ), για καλλωπιστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επάλειψη
|