• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επαλείφω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
επαλείφω < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω < ἐπί + ἀλείφω

Ρήμα

επεξεργασία

επαλείφω (παθητική φωνή: επαλείφομαι)

  • αλείφω ομοιόμορφα με παχύρρευστη ουσία μια επιφάνεια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • επάλειμμα
  • επαλειπτικός
  • επάλειψη
  • επαλειψούλα
  • → δείτε τις λέξεις επί και αλείφω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επαλείφω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επαλείφω&oldid=6591619"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Ιανουαρίου 2024, στις 06:00

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Ιανουαρίου 2024, στις 06:00.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας