επαλείφω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαλείφω < αρχαία ελληνική ἐπαλείφω < ἐπί + ἀλείφω
Ρήμα επεξεργασία
επαλείφω (παθητική φωνή: επαλείφομαι)
- αλείφω ομοιόμορφα με παχύρρευστη ουσία μια επιφάνεια
Συγγενικά επεξεργασία
- επάλειμμα
- επαλειπτικός
- επάλειψη
- επαλειψούλα
- → δείτε τις λέξεις επί και αλείφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαλείφω
|