Ετυμολογία

επεξεργασία
spatola < λατινική spatula < spatha

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spatola (vec)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
spatola < λατινική spatula < spatha

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spatola spatole

spatola (it) θηλυκό

  1. η σπάτουλα
  2. τύπος μαχαιριού