Ουσιαστικό

επεξεργασία

flipper (en)

  1. το πτερύγιο (της φάλαινας, του δελφινιού)
  2. το βατραχοπέδιλο
     συνώνυμα: swimfin
  3. ...



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flipper flippers

flipper (fr) αρσενικό

  1. το παιχνίδι φλίπερ

flipper (fr)

  1. μελαγχολώ
  2. αγωνιώ
  3. φρικάρω