Δείτε επίσης: μελαγχολῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελαγχολώ < αρχαία ελληνική μελαγχολάω / μελαγχολῶ < μελάγχολος < μέλας + χολή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.laŋ.xoˈlo/

μελαγχολώ

  1. κατέχομαι από μελαγχολία, απαισιοδοξία, δυσθυμία ή ακεφιά
  2. προκαλώ μελαγχολία, απαισιοδοξία, δυσθυμία ή ακεφιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία