μελαγχολικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελαγχολικά < μελαγχολικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
μελαγχολικά (τροπικό)
- με μελαγχολικό / θλιμμένο τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- μελαγχολία
- μελαγχολικός
- μελαγχολώ
- → δείτε τις λέξεις μέλας και χολή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελαγχολικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μελαγχολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μελαγχολικό