κατέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατέχομαι < κατέχω
Ρήμα
επεξεργασία
κατέχομαι
- βρίσκομαι υπό την κυριαρχία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατέχομαι
|