διακατέχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διακατέχομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διακατέχω
Κλίση επεξεργασία
Ο παρατατικός και σε χρήση αορίστου.
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | διακατέχομαι | διακατεχόμουν(α) | θα διακατέχομαι | να διακατέχομαι | ||
β' ενικ. | διακατέχεσαι | διακατεχόσουν(α) | θα διακατέχεσαι | να διακατέχεσαι | ||
γ' ενικ. | διακατέχεται | διακατεχόταν(ε) | θα διακατέχεται | να διακατέχεται | ||
α' πληθ. | διακατεχόμαστε | διακατεχόμαστε διακατεχόμασταν |
θα διακατεχόμαστε | να διακατεχόμαστε | ||
β' πληθ. | διακατέχεστε | διακατεχόσαστε διακατεχόσασταν |
θα διακατέχεστε | να διακατέχεστε | διακατέχεστε | |
γ' πληθ. | διακατέχονται | διακατέχονταν διακατεχόντουσαν |
θα διακατέχονται | να διακατέχονται |
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακατέχομαι
|