πτερύγιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πτερύγιο < αρχαία ελληνική πτερύγιον (υποκοριστικό) < πτέρυξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτερύγιο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) απόφυση ή όργανο ψαριών και υδρόβιων ζώων, που μοιάζει με μικρό φτερό
- (κατ' επέκταση) εξάρτημα αντικειμένου, που μοιάζει με μικρό φτερό