Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτερύγιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πτερύγι
ο
τα
πτερύγι
α
γενική
του
πτερυγί
ου
&
πτερύγι
ου
των
πτερυγί
ων
αιτιατική
το
πτερύγι
ο
τα
πτερύγι
α
κλητική
πτερύγι
ο
πτερύγι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτερύγιο
<
αρχαία ελληνική
πτερύγιον
(
υποκοριστικό
) <
πτέρυξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτερύγιο
ουδέτερο
(
ιχθυολογία
)
απόφυση
ή
όργανο
ψαριών
και υδρόβιων ζώων, που μοιάζει με μικρό φτερό
(
κατ' επέκταση
)
εξάρτημα
αντικειμένου, που μοιάζει με μικρό
φτερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτερύγιο
αγγλικά
:
fin
(en)
,
blade
(en)
γαλλικά
:
nageoire
(fr)
,
aile
(fr)
,
ailette
(fr)
,
mentonnet
(fr)