Ετυμολογία

επεξεργασία
aile < ele < λατινική ala

  Προφορά

επεξεργασία
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aile ailes

aile (fr) θηλυκό




  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aile (tr)

  1. η οικογένεια
  2. η γυναίκα, η σύζυγος