πτέρυγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτέρυγα | οι | πτέρυγες |
γενική | της | πτέρυγας | των | πτερύγων |
αιτιατική | την | πτέρυγα | τις | πτέρυγες |
κλητική | πτέρυγα | πτέρυγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτέρυγα < αρχαία ελληνική πτέρυγα, αιτιατική ενικού τού πτέρυξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aile[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτέρυγα θηλυκό
- (λόγιο) το φτερό
- ⮡ τα αντιαεροπορικά κατέστρεψαν τη δεξιά πτέρυγα του αεροπλάνου
- το διακριτό τμήμα ενός κτιρίου
- ⮡ το άγαλμα φυλάσσεται στη δυτική πτέρυγα του μουσείου
- (στρατιωτικός όρος) η οργανική μονάδα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας
- ⮡ η 111 Πτέρυγα Μάχης έχει ως αποστολή την αναχαίτιση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φτερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτέρυγα
- ↑ πτέρυγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας