αποστολή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποστολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστολή και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mission[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.stoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στο‐λή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποστολή θηλυκό
- η ανάθεση σε άτομο ή άτομα συγκεκριμένης ενέργειας, συνήθως επίσημης ή σχετικά περίπλοκης ή απαιτητικής σε υπευθυνότητα. Επίσης η ανάθεση έργου που ίσως χρειάζεται να διεκπεραιωθεί κάπου μακριά
- η ανάθεση σε υπηρεσία (π.χ. στα ΕΛΤΑ) ή σε πρόσωπο να μεταφέρει ένα αντικείμενο και η διεκπεραίωση της μεταφοράς. Το αντικείμενο της αποστολής "Καταμέτρηση των αποστολών".
- η αντιπροσωπεία αυτή καθαυτή "Η αποστολή του ΟΗΕ για τις διαπραγματεύσεις έφτασε όταν πια δεν είχε νόημα".
- ο βασικός σκοπός ύπαρξης εταιρείας "Αποστολή, Αρχές, Αξίες και Πολιτικές".
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ αποστολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.