αποστολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποστολή | οι | αποστολές |
γενική | της | αποστολής | των | αποστολών |
αιτιατική | την | αποστολή | τις | αποστολές |
κλητική | αποστολή | αποστολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποστολή < αποστέλλω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποστολή θηλυκό
- η ανάθεση σε άτομο ή άτομα συγκεκριμένης ενέργειας, συνήθως επίσημης ή σχετικά περίπλοκης ή απαιτητικής σε υπευθυνότητα. Επίσης η ανάθεση έργου που ίσως χρειάζεται να διεκπεραιωθεί κάπου μακριά
- η ανάθεση σε υπηρεσία (π.χ. στα ΕΛΤΑ) ή σε πρόσωπο να μεταφέρει ένα αντικείμενο και η διεκπεραίωση της μεταφοράς. Το αντικείμενο της αποστολής "Καταμέτρηση των αποστολών".
- η αντιπροσωπεία αυτή καθαυτή "Η αποστολή του ΟΗΕ για τις διαπραγματεύσεις έφτασε όταν πια δεν είχε νόημα".
- ο βασικός σκοπός ύπαρξης εταιρείας "Αποστολή, Αρχές, Αξίες και Πολιτικές".