Δείτε επίσης: délégation, Delegation
      ενικός         πληθυντικός  
delegation delegations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

delegation (en)

  1. (μετρήσιμο) η αντιπροσωπεία, η αποστολή, μια ομάδα ανθρώπων που εκπροσωπούν τις απόψεις ενός οργανισμού, μιας χώρας κτλ.
    ⮡  A delegation of students met with the Prime Minister.
    Μια αντιπροσωπία φοιτητών συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό.
    ⮡  the Chinese delegation to the UN - η Κινεζική αντιπροσωπία/αποστολή στον ΟΗΕ
  2. (μη μετρήσιμο) η μεταβίβαση ευθυνών