delegation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
delegation | delegations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
delegation (en)
- (μετρήσιμο) η αντιπροσωπεία, η αποστολή, μια ομάδα ανθρώπων που εκπροσωπούν τις απόψεις ενός οργανισμού, μιας χώρας κτλ.
- ↪ A delegation of students met with the Prime Minister.
- Μια αντιπροσωπία φοιτητών συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό.
- ↪ the Chinese delegation to the UN - η Κινεζική αντιπροσωπία/αποστολή στον ΟΗΕ
- ↪ A delegation of students met with the Prime Minister.
- (μη μετρήσιμο) η μεταβίβαση ευθυνών
Πηγές επεξεργασία
- delegation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 80, 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιπροσωπεία, αποστολή