délégation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.le.ɡa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
délégation | délégations |
délégation (fr) θηλυκό
- ομάδα εκπροσώπων / αντιπροσώπων, η αντιπροσωπεία, η αποστολή (διπλωματική κ.λπ.)