αντιπροσωπεία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιπροσωπεία < αντιπροσωπεύω + -εία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική representation)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.pɾo.soˈpi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντιπροσωπεία θηλυκό
- μια ομάδα ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν ένα μεγαλύτερο σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένοι ή μιλούν και διαπραγματεύονται ως εκπρόσωποί τους
- (οικονομία) η εμπορική εκπροσώπηση μιας εταιρείας, μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού σε περιοχή διαφορετική από την έδρα τους
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντιπροσωπεύω και πρόσωπο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ομάδα αντιπροσώπων