αντιπροσωπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιπροσωπεύω < αντιπρόσωπ(ος) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική représenter και από την αγγλική représenter. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική ἀντιπροσωπῶ (κοιτάζω κατευθείαν).[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ndi.pɾo.soˈpe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐προ‐σω‐πεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασία
αντιπροσωπεύω, αόρ.: αντιπροσώπευσα, παθ.φωνή: αντιπροσωπεύομαι, π.αόρ.: αντιπροσωπεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: αντιπροσωπευμένος
- είμαι αντιπρόσωπος κάποιου, ενεργώ ως αντιπρόσωπος
- είμαι το χαρακτηριστικό είδος από μια ομάδα ομοειδών
- δείχνω, φανερώνω, εκφράζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπροσωπεύω | αντιπροσώπευα | θα αντιπροσωπεύω | να αντιπροσωπεύω | αντιπροσωπεύοντας | |
β' ενικ. | αντιπροσωπεύεις | αντιπροσώπευες | θα αντιπροσωπεύεις | να αντιπροσωπεύεις | αντιπροσώπευε | |
γ' ενικ. | αντιπροσωπεύει | αντιπροσώπευε | θα αντιπροσωπεύει | να αντιπροσωπεύει | ||
α' πληθ. | αντιπροσωπεύουμε | αντιπροσωπεύαμε | θα αντιπροσωπεύουμε | να αντιπροσωπεύουμε | ||
β' πληθ. | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύατε | θα αντιπροσωπεύετε | να αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύετε | |
γ' πληθ. | αντιπροσωπεύουν(ε) | αντιπροσώπευαν αντιπροσωπεύαν(ε) |
θα αντιπροσωπεύουν(ε) | να αντιπροσωπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπροσώπευσα | θα αντιπροσωπεύσω | να αντιπροσωπεύσω | αντιπροσωπεύσει | ||
β' ενικ. | αντιπροσώπευσες | θα αντιπροσωπεύσεις | να αντιπροσωπεύσεις | αντιπροσώπευσε | ||
γ' ενικ. | αντιπροσώπευσε | θα αντιπροσωπεύσει | να αντιπροσωπεύσει | |||
α' πληθ. | αντιπροσωπεύσαμε | θα αντιπροσωπεύσουμε | να αντιπροσωπεύσουμε | |||
β' πληθ. | αντιπροσωπεύσατε | θα αντιπροσωπεύσετε | να αντιπροσωπεύσετε | αντιπροσωπεύστε | ||
γ' πληθ. | αντιπροσώπευσαν αντιπροσωπεύσαν(ε) |
θα αντιπροσωπεύσουν(ε) | να αντιπροσωπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιπροσωπεύσει | είχα αντιπροσωπεύσει | θα έχω αντιπροσωπεύσει | να έχω αντιπροσωπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιπροσωπεύσει | είχες αντιπροσωπεύσει | θα έχεις αντιπροσωπεύσει | να έχεις αντιπροσωπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπροσωπεύσει | είχε αντιπροσωπεύσει | θα έχει αντιπροσωπεύσει | να έχει αντιπροσωπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπροσωπεύσει | είχαμε αντιπροσωπεύσει | θα έχουμε αντιπροσωπεύσει | να έχουμε αντιπροσωπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπροσωπεύσει | είχατε αντιπροσωπεύσει | θα έχετε αντιπροσωπεύσει | να έχετε αντιπροσωπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπροσωπεύσει | είχαν αντιπροσωπεύσει | θα έχουν αντιπροσωπεύσει | να έχουν αντιπροσωπεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπροσωπεύομαι | αντιπροσωπευόμουν(α) | θα αντιπροσωπεύομαι | να αντιπροσωπεύομαι | ||
β' ενικ. | αντιπροσωπεύεσαι | αντιπροσωπευόσουν(α) | θα αντιπροσωπεύεσαι | να αντιπροσωπεύεσαι | ||
γ' ενικ. | αντιπροσωπεύεται | αντιπροσωπευόταν(ε) | θα αντιπροσωπεύεται | να αντιπροσωπεύεται | ||
α' πληθ. | αντιπροσωπευόμαστε | αντιπροσωπευόμαστε αντιπροσωπευόμασταν |
θα αντιπροσωπευόμαστε | να αντιπροσωπευόμαστε | ||
β' πληθ. | αντιπροσωπεύεστε | αντιπροσωπευόσαστε αντιπροσωπευόσασταν |
θα αντιπροσωπεύεστε | να αντιπροσωπεύεστε | (αντιπροσωπεύεστε) | |
γ' πληθ. | αντιπροσωπεύονται | αντιπροσωπεύονταν αντιπροσωπευόντουσαν |
θα αντιπροσωπεύονται | να αντιπροσωπεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπροσωπεύτηκα | θα αντιπροσωπευτώ | να αντιπροσωπευτώ | αντιπροσωπευτεί | ||
β' ενικ. | αντιπροσωπεύτηκες | θα αντιπροσωπευτείς | να αντιπροσωπευτείς | αντιπροσωπεύσου | ||
γ' ενικ. | αντιπροσωπεύτηκε | θα αντιπροσωπευτεί | να αντιπροσωπευτεί | |||
α' πληθ. | αντιπροσωπευτήκαμε | θα αντιπροσωπευτούμε | να αντιπροσωπευτούμε | |||
β' πληθ. | αντιπροσωπευτήκατε | θα αντιπροσωπευτείτε | να αντιπροσωπευτείτε | αντιπροσωπευτείτε | ||
γ' πληθ. | αντιπροσωπεύτηκαν αντιπροσωπευτήκαν(ε) |
θα αντιπροσωπευτούν(ε) | να αντιπροσωπευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντιπροσωπευτεί | είχα αντιπροσωπευτεί | θα έχω αντιπροσωπευτεί | να έχω αντιπροσωπευτεί | αντιπροσωπευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αντιπροσωπευτεί | είχες αντιπροσωπευτεί | θα έχεις αντιπροσωπευτεί | να έχεις αντιπροσωπευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπροσωπευτεί | είχε αντιπροσωπευτεί | θα έχει αντιπροσωπευτεί | να έχει αντιπροσωπευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπροσωπευτεί | είχαμε αντιπροσωπευτεί | θα έχουμε αντιπροσωπευτεί | να έχουμε αντιπροσωπευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπροσωπευτεί | είχατε αντιπροσωπευτεί | θα έχετε αντιπροσωπευτεί | να έχετε αντιπροσωπευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπροσωπευτεί | είχαν αντιπροσωπευτεί | θα έχουν αντιπροσωπευτεί | να έχουν αντιπροσωπευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αντιπροσωπευμένος - είμαστε, είστε, είναι αντιπροσωπευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αντιπροσωπευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αντιπροσωπευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αντιπροσωπευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αντιπροσωπευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αντιπροσωπευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αντιπροσωπευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αντιπροσωπεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας