ενικός         πληθυντικός  
agency agencies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agency (en)

  1. το πρακτορείο, γραφείο ή εταιρεία που παρέχει διάφορων υπηρεσιών ειδικά για την αντιπροσώπευση τρίτων
    ⮡  a news agency - πρακτορείο ειδήσεων
    ⮡  a travel agency - ταξιδιωτικό πρακτορείο
  2. η υπηρεσία, ένα κρατικό τμήμα που παρέχει μια συγκεκριμένη υπηρεσία
    ⮡  government agencies - κρατικές υπηρεσίες
    ⮡  Central Intelligence Agency (CIA) - Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών
  3. (επίσημο) η μεσολάβηση, ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιου ή κάτι
    ⮡  through the agency of a friend - με τη μεσολάβηση ενός φίλου
  4. (φιλοσοφία, νευροεπιστήμη) ο αυτοκαθορισμός, ο αυτοπροσδιορισμός, η αυτοδραστικότητα, η αυτόβουλη δράση, ο προσδιορισμός των αναγκών του από το ίδιο το άτομο, δυνατότητα να διαμορφώνει απόψεις και στόχους, να προσδιορίζει μεθόδους δράσης, τρόπους συμπεριφοράς κτλ.
    ⮡  individual/national/political agency - ατομικός/εθνικός/πολιτικός αυτοκαθορισμός
    ⮡  free agency - ελευθερία αυτοπροσδιορισμού

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία