agency
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agency | agencies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαagency (en)
- το πρακτορείο, γραφείο ή εταιρεία που παρέχει διάφορων υπηρεσιών ειδικά για την αντιπροσώπευση τρίτων
- ⮡ a news agency - πρακτορείο ειδήσεων
- ⮡ a travel agency - ταξιδιωτικό πρακτορείο
- η υπηρεσία, ένα κρατικό τμήμα που παρέχει μια συγκεκριμένη υπηρεσία
- ⮡ government agencies - κρατικές υπηρεσίες
- ⮡ Central Intelligence Agency (CIA) - Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών
- (επίσημο) η μεσολάβηση, ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιου ή κάτι
- ⮡ through the agency of a friend - με τη μεσολάβηση ενός φίλου
- (φιλοσοφία, νευροεπιστήμη) ο αυτοκαθορισμός, ο αυτοπροσδιορισμός, η αυτοδραστικότητα, η αυτόβουλη δράση, ο προσδιορισμός των αναγκών του από το ίδιο το άτομο, δυνατότητα να διαμορφώνει απόψεις και στόχους, να προσδιορίζει μεθόδους δράσης, τρόπους συμπεριφοράς κτλ.
- ⮡ individual/national/political agency - ατομικός/εθνικός/πολιτικός αυτοκαθορισμός
- ⮡ free agency - ελευθερία αυτοπροσδιορισμού
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- agency - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 541, 731. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεσολάβηση, πρακτορείο