ενικός         πληθυντικός  
shipment shipments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
shipment < ship + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shipment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποστολή, η μεταφορά, η διαδικασία αποστολής αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
    ⮡  the shipment of goods - η αποστολή εμπορευμάτων
    ⮡  The cost of the shipment of goods is shouldered by the customer.
    Tα έξοδα της αποστολής των εμπορευμάτων επιβαρύνουν τον πελάτη.
     συνώνυμα:  consignment, dispatch και shipping
  2. (μετρήσιμο) το φορτίο, το φόρτωμα, ένα σύνολο αγαθών που αποστέλλονται από το ένα μέρος στο άλλο
    ⮡  three shipments of coal/iron/oil - τρία φορτία κάρβουνο/σίδερο/πετρέλαιο
    ⮡  It was carrying two shipments of wood.
    Κουβάλησε δύο φορτώματα ξύλα.
     συνώνυμα: load