Δείτε επίσης: Φόρτωμας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φόρτωμα τα φορτώματα
      γενική του φορτώματος των φορτωμάτων
    αιτιατική το φόρτωμα τα φορτώματα
     κλητική φόρτωμα φορτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόρτωμα < φορτώ(-νω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόρτωμα ουδέτερο

  1. η φόρτωση, το να φορτώνεις ένα φορτίο προς μεταφορά
    Τελείωσε το φόρτωμα για να φύγει καμιά φορά το καράβι;
  2. το βάρος, το φορτίο αυτό καθαυτό
  3. (μεταφορικά) το συναισθηματικό βάρος, πίεση
    Μη μου γίνεσαι φόρτωμα. Άσε με ήσυχο.
  4. η φόρτιση της μπαταρίας
  5. η μεταφορά πληροφοριών σε ψηφιακά αρχεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία