Ετυμολογία

επεξεργασία
upload < up- + load

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
upload uploads

upload (en)

  1. το ανέβασμαεπιφόρτωση) ενός αρχείου στο διαδίκτυο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας upload
γ΄ ενικό ενεστώτα uploads
αόριστος uploaded
παθητική μετοχή uploaded
ενεργητική μετοχή uploading

upload (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • download
  • load
  • πρόταση μετάφρασης "αναφορτώνω" για την λέξη "upload" από ΕΛΕΤΟ