upload
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
upload (en)
- (πληροφορική) ανεβάζω (επιφορτώνω) ένα αρχείο ή γενικότερα δεδομένα στο διαδίκτυο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
upload (en)
- το ανέβασμα (η επιφόρτωση) ενός αρχείου στο διαδίκτυο