Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
load loads

load (en)

  1. (μετρήσιμο) το φορτίο, κάτι που μεταφέρεται (συνήθως σε μεγάλες ποσότητες) από πρόσωπο, όχημα κτλ.
    ⮡  He carried a load of wood on his back.
    Kουβαλούσε στην πλάτη του ένα φορτίο ξύλα.
    ⮡  three loads of coal/iron/oil - τρία φορτία κάρβουνο/σίδερο/πετρέλαιο
     συνώνυμα: shipment
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) το φορτίο, ένα αίσθημα ευθύνης ή ανησυχίας που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί
    ⮡  It’s a heavy load on me.
    Αυτό είναι βαρύ φορτίο για μένα.
    ⮡  I take a load off of someone’s mind.
    Βγάζω κάποιον από αγωνία/ανησυχία.
  3. (μετρήσιμο, ηλεκτρολογία) το φορτίο, η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
    ⮡  peak load - φορτίο αιχμής
  4. (πληροφορική) το φόρτωμα, η διαδικασία της φόρτωσης (loading), πχ. δεδομένων στην μνήμη

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας load
γ΄ ενικό ενεστώτα loads
αόριστος loaded
παθητική μετοχή loaded
ενεργητική μετοχή loading

load (en)

  1. φορτώνω
    ⮡  In the evening, he came back loaded with a big sack of things he bought.
    Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια.
  2. (πληροφορική) φορτώνω, η φόρτωση [1], πχ. δεδομένα στην μνήμη
    ⮡  editor loading - φόρτωση επεξεργαστή…

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία