Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

download < down + load

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌdaʊnˈləʊd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈdaʊnˌloʊd/ (ΗΠΑ)
 

  Ρήμα επεξεργασία

download (en)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
download downloads

download (en)

  1. το κατέβασμα, η λήψη αρχείων
  2. το αρχείο που κατεβάζει κάποιος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία