download
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | download |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downloads |
αόριστος | downloaded |
παθητική μετοχή | downloaded |
ενεργητική μετοχή | downloading |
download (en)
- (πληροφορική) κατεβάζω, καταφορτώνω [1] αρχείο, αντιγράφω αρχείο από έναν απομακρυσμένο υπολογιστή (διακομιστή) στον τοπικό υπολογιστή
- ⮡ Let’s download her favorite song.
- Ας κατεβάσουμε το αγαπημένο της τραγούδι.
- ⮡ Let’s download her favorite song.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.